- ψευδόπιστος
- -η, -ο, Ν(για τους Τούρκους) αυτοί που δεν πιστεύουν στον αληθινό θεό («δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο / στών ψευδόπιστων τ' αστέρι», Σολωμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + πιστός (πρβλ. παραδό-πιστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Δ. Σολωμό].
Dictionary of Greek. 2013.